οἰκειωτικός

οἰκειωτικός
οἰκει-ωτικός, ή, όν,
A appropriative,

τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b

;

τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V.

2 adapting,

οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • οἰκειωτικῶν — οἰκειωτικός appropriative fem gen pl οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικόν — οἰκειωτικός appropriative masc acc sg οἰκειωτικός appropriative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικαί — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικοῦ — οἰκειωτικός appropriative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῆς — οἰκειωτικός appropriative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτική — οἰκειωτικός appropriative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικήν — οἰκειωτικός appropriative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειωτικῶς — οἰκειωτικός appropriative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”